* θεωρώ το παρακάτω κείμενο, το editorial του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου στην Lifo 246, ένα κείμενο που πρέπει να διαβαστεί και να εντυπωθεί καλά στο μυαλό κάθε επαγγελματικού στελέχους που «ανεβαίνει ψηλά», ως αυτό που πρέπει να αλλάξει (και θα αλλάξει). Όσοι έχετε ασκήσει διοίκηση στην Ελλάδα σε μεσαίο ή ανώτερο επίπεδο θα αναγνωρίσετε εύκολα σε αυτό την καθημερινότητα σας…
Eίδα τους διευθυντές να πέφτουν
Την ώρα του δειλινού, στα γραφεία των αφεντικών.
Στο Θερμοκήπιο του Πίντερ (που το ανεβάζει άψογα ο Βογιατζής στην Οδό Κυκλάδων) υπάρχει μια σκηνή που την έχω ζήσει. Η σκηνή που το αφεντικό καλεί τα πρωτοπαλίκαρά του, στο τέλος της μέρας, να πιουν ουίσκια και να χαλαρώσουν.
Το «κατώτερο προσωπικό», βυθισμένο στα δικά του βάσανα, δεν έχει ιδέα τι εξευτελισμούς υφίσταται το «ανώτερο προσωπικό». Πολύ πιο άγριους και πολύ πιο απροκάλυπτους. Γιατί μεταξύ αφεντικού και πρωτοπαλίκαρου δεν υπάρχουν νόμοι, καλοί τρόποι και συμβάσεις εργασίας. Υπάρχει η κυνική συμφωνία: είμαστε δυο τέρατα, αλλά ο ένας έχει την εξουσία που ο άλλος θέλει μια μέρα να αποκτήσει.
Έτσι, οι λεγόμενοι διευθυντές είναι συνήθως οι πιο εξευτελισμένοι και κακοποιημένοι υπάλληλοι μιας επιχείρησης.
Το είχα δει πρώτη φορά στο σπίτι ενός εκδότη (ο οποίος εθεωρείτο και φωτισμένος!). Ήμουν 26 ετών και είχα προσκληθεί για μια δουλειά. Η βίζιτα έγινε αρμένικη και κατέληξε σε ένα ψιλοπαραλυμένο δείπνο, απ’ όπου παρέλασε ολόκληρη η Αθήνα της δύναμης και της ελαφράς τέχνης, με σφηνάκια και ασήμι στις μύτες. Παρακολουθούσα με γουρλωμένα μάτια. Ο εκδότης είχε εξαναγκάσει το πρωτοπαλίκαρό του (το, κατά τα άλλα, πολύ σεβάσμιο και ορμητικό) να δέχεται ολόκληρο το βράδυ έναν οχετό προσβολών με το χαζό, καλοσυνάτο χαμόγελο που έχουν οι άνθρωποι χωρίς περηφάνια. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτός ο εντελώς τσαλαπατημένος υπάλληλος θα έβγαινε αύριο να κάνει το κομμάτι του στις τηλεοράσεις και να ασκήσει εξουσία στο ανύποπτο μετόχι του.
Κι όμως, βγήκε. Εξόχως αδιάβροχος. Εξόχως έξοχος. Και μένα με κοιτούσε πάντα με ένα γλοιώδες ύφος συνενοχής.
Την ίδια κυνική τελετουργία την είδα στα πιο απίθανα μέρη. Είδα ανθρώπους υπεράνω κάθε υποψίας να γίνονται σκουπίδια, να σκύβουν και να φιλούν το χέρι που τους χαστούκισε. Ανθρώπους μεγάλης παιδείας (και εξουσίας) να χασκογελούν σε βλακώδη ανέκδοτα. Να λένε «ναι-ναι-ναι» σαν κατατονικοί – πηγαίνοντας πίσω μπρος το άσπρο τους κεφάλι. Στα μελιχρά, αχανή γραφεία των αφεντικών, στον ήλιο του απογεύματος (συνήθως με τα πόδια στο τραπέζι και με λυτά πουκάμισα), είδα πνευματικούς ανθρώπους να συγκατανεύουν στις πορνογραφικές περιγραφές, στις κακόγουστες πλάκες, στους γρυλισμούς του κάθε αφεντικού.
Κατάλαβα σιγά σιγά ότι αυτός είναι ο κανόνας στα «ανώτερα κλιμάκια». Κάτι σαν χορός θανάτου. Σαν ορμή θανάτου. Και ότι αυτό συμβαίνει επειδή η δημοσιογραφία στην Ελλάδα δεν είναι πια (ίσως πότε δεν ήταν) χώρος πνεύματος και υγείας, αλλά εξουσίας και διαπλοκής. Συνεπώς, οι άνθρωποι που τον «τρέχουν» αντιγράφουν τους αναβαθμούς κάθε άρρωστης εξουσιαστικής δομής – π.χ. ενός διεφθαρμένου κράτους: μικρές λέρες καταχρώνται τον χώρο των αδύναμων και των αδιάφορων και η μεγαλύτερη λέρα καταχράται τον χώρο όλων. Γλώσσα, αλλά και τελική κατάληξη αυτής της συμπεριφοράς είναι η βία – μια βία που ακκίζεται, το γλεντάει, αφοδεύει επί δικαίων και αδίκων. Φαντάζομαι, έχετε δει το Σαλό του Παζολίνι.
Βλέποντας αυτή την εξαίρετα χορογραφημένη σκηνή του Πίντερ (όπου το μεγάλο τέρας παίζει με τα μικρότερα τέρατα όπως η ύαινα με τα μικρά της), με το ουίσκι, τα υποτιμητικά βλέμματα, τον στιγμιαίο εναγκαλισμό στη λάσπη της κοινής τους μοίρας αλλά και την ανάκληση στην τάξη με το μαστίγιο που έχουν μόνο οι αρχηγοί, αυτό το έργο μού έδειξε πόσο άρρωστες είναι οι δομές της εξουσίας – του κράτους και των εκδόσεων.