* άρθρο του Μπάμπη Παπαδημητρίου στην Καθημερινή της Κυριακής 12.09.2010
Οι περισσότεροι από τους συμπολίτες μας που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα κάποιου είδους δεν γνωρίζουν ούτε χρειάζεται να γνωρίζουν για τιμές, αποθέματα, λειτουργικό κέρδος και άλλα «κόλπα». Ελάχιστοι αντιλαμβάνονται πώς διαμορφώνονται τα περιθώρια κέρδους. Το ίδιο λίγοι είναι εκείνοι που παρακολουθούν την αγορά στην οποία δραστηριοποιούνται. Ακόμη λιγότεροι όσοι έχουν εποπτική αντίληψη της διεθνούς αγοράς. Σε τελευταία ανάλυση, μάλλον δεν το χρειάζονται.
Σε πολλές δεκάδες χιλιάδες περιπτώσεις, υπάρχουν έτοιμοι τιμοκατάλογοι. Αλλοτε τους φτιάχνει ο προμηθευτής, άλλοτε τους συμφωνεί ο «κλάδος», εξίσου συχνά είναι «κατοχυρωμένοι» από τη Νομαρχία ή το υπουργείο ή κάποια άλλη μεταμφίεση του κράτους. Μοιάζει η «επιχειρηματικότητα» αυτού του είδους με μια κρατική υπηρεσία με ιδιωτικό καπέλο. Γι’ αυτό και ανθεί η διαφθορά, η κομματικο-βουλευτική μεσολάβηση.
Κοντά ένα εκατομμύριο άνθρωποι «επιχειρούν» από ανάγκη. Το Δημόσιο δεν τους χωράει, οι «μεγάλες» επιχειρήσεις δεν τους χρειάζονται. Κίνητρο και γνώμονας επιτυχίας της ανεξάρτητης οικονομικής παρουσίας του μικρού επιχειρηματία ήταν πάντοτε η εξασφάλιση ενός ικανοποιητικού μέσου εισοδήματος. Αν το κέρδος δεν βγαίνει «με το καλό», πολύ συχνά θα το κατοχυρώσουν με την κλοπή του κράτους. Eτσι κι αλλιώς, η κουλτούρα των ασφαλισμένων του ΤΕΒΕ ήταν πάντοτε μια μίζερη σύνταξη και ο καθείς να φροντίσει για την πάρτη του.
Aλλωστε, ποιος μπορεί να ορίσει με ακρίβεια ποιο είναι το «αποδεκτό εισόδημα» στο οποίο καταλήγει η ατομική και οικογενειακή επιχειρηματικότητα; Σε καμία περίπτωση και σε καμία περίοδο των πάρα πολλών τελευταίων ετών, το εισόδημα αυτό δεν ήταν μικρότερο από εκείνο που δικαιολογημένα θα προσδοκούσε ο πρακτικός «επιχειρηματίας» αν ήταν εργάτης ή υπάλληλος. Κατά κανόνα ήταν μεγαλύτερο.
Στην πράξη και κατά κανόνα, το πραγματικό και μετά τους φόρους εισόδημα ήταν πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που θα αποκτούσαν οι ίδιοι άνθρωποι από την ενδεχόμενη συμμετοχή τους στην αγορά εξαρτημένης εργασίας. Η επίκληση της «ανεξαρτησίας» του Eλληνος. Της απόλαυσης που προσφέρει να είσαι εσύ το «αφεντικό». Oλοι οι μύθοι που -ιστορικά – στήριξαν το νεοελληνικό αυθαίρετο με τις αναμονές για την επόμενη αυθαιρεσία στην ταράτσα συνέτρεξαν ώστε να καθιερωθεί ένας τύπος επιχειρηματικότητας που βλάπτει καθοριστικά την επιχειρηματικότητα και, τελικά, την τσέπη ολονών μας.
Πολύ σύντομα για τα μάτια πολλών παρατηρητών της ελληνικής πραγματικότητας φάνηκε πως η οικογενειακή και ατομική επιχείρηση, με πάρα πολλές και πολύ φωτεινές εξαιρέσεις, προσθέτει κόστος στην οικονομία, φουσκώνει τις τιμές και, ακόμη χειρότερα, ξεφουσκώνει το πορτοφόλι του κράτους. Τα καλά κέρδη της μικρής επιχείρησης οφείλονται πολύ συχνά στην κλοπή κοινωνικής, δημοτικής και κρατικής περιουσίας και πολύ σπάνια στην επιχειρηματική «ιδέα» ή στην «ευρηματικότητα» ή στην «τεχνογνωσία» ή στην «αποτελεσματικότητα».
Κι ενώ η Ελλάδα ήταν έτοιμη να ξεκινήσει τον δύσκολο δρόμο του εκσυγχρονισμού των παραγωγικών, δηλαδή των επιχειρηματικών της, δομών, σαρώθηκε από το τσουνάμι του λαϊκισμού που καθιέρωσε τους μικρομεσαίους σε ρόλο «ταξικών» συμμάχων της αγροτιάς, των εργατών και των καταπιεσμένων κρατικών υπαλλήλων – μ’ αυτή τη σειρά! Χορηγήθηκε φορολογική απαλλαγή και αμνηστία. Συμπληρώθηκαν και καθιερώθηκαν οι διατάξεις προστασίας κλειστών επιχειρηματικών και επαγγελματικών ομάδων.
Το χειρότερο όλων είναι ότι η ασυδοσία των μικρών «επιχειρηματιών» ταυτίστηκε με την αυθαιρεσία μεγαλύτερων επιχειρηματικών μονάδων, που «ανθούσαν» στη μεγάλη αυλή των κρατικών προμηθειών. Μετά τη δεκαετία του ’80, μια μικρή επιχείρηση εύκολα δημιουργούσε ευυπόληπτες περιουσίες. Με συστηματική δουλειά, βεβαίως, αλλά μέχρις εκεί. Οι μεγάλες επιχειρήσεις, όχι μόνον λόγω μεγέθους, αλλά λόγω συστημάτων, επιστημοσύνης, μετοχικής συγκρότησης ή δεσίματος με πολυεθνικές επιχειρήσεις, απομακρύνθηκαν συστηματικά από οτιδήποτε τις συνέδεε με τον κράτος και απλώς είναι έτοιμες να κάνουν τα μέγιστα για να μην έχουν καμία σχέση με το κράτος και τις υπηρεσίες τους. Απέκτησαν στελέχη ικανότατα και οι παραδοσιακοί μέτοχοι είτε συμμετέχουν είτε απολαμβάνουν τη χρυσή τους κερδοφορία.
Τώρα, όμως, που η επελθούσα καταστροφή του κράτους υποχρεώνει τους πολιτικούς να ζητήσουν από όλους την απόδοση του μεριδίου που ανήκει στην κοινωνία, πάρα πολλοί, από τη ραχοκοκαλιά των μικρομεσαίων, αρνούνται. Ακόμη χειρότερα, απολαμβάνουν μία ακόμη ευκαιρία να φουσκώσουν τιμές, να παρακρατήσουν τον φουσκωμένο ΦΠΑ και να διαχειριστούν τις οικονομίες τους σε μακρινούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Θα ήταν σωστό να τους δινόταν μια δεύτερη ευκαιρία και όχι δανεικά κι αγύριστα από το ΤΕΜΠΜΕ. Αλλά χωρίς σωτήριες κρατικές παρεμβάσεις και σε συνθήκες περισσότερου ανταγωνισμού. Δεν είναι καθόλου υποχρεωτικό να αντέξουν όλοι. Το κρίσιμο σήμερα είναι να μη χάσουμε τους καλύτερους. Αρκεί να μην ανακατευθεί το κράτος.